βλακώδη

βλακώδη
βλᾱκώδη , βλακώδης
lazy
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
βλᾱκώδη , βλακώδης
lazy
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
βλᾱκώδη , βλακώδης
lazy
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βλακόμουτρο — το 1. πρόσωπο με βλακώδη έκφραση 2. βλάκας …   Dictionary of Greek

  • ηλίθιος — ια, ιο (AM ἠλίθιος, ία, ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, ία, ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος 3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”